ρευματιώ

ρευματιώ
-άω, Ν
πάσχω από ρευματισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, -ατος + κατάλ. -ιώ (πρβλ. μυρμηκ-ιώ). Το ρ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”